ερυθριώ

ερυθριώ
(AM ἐρυθριῶ, -άω) [ερυθρός]
κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος (κυρίως από ντροπή) («τότε καὶ εἶδον ἐγώ... Θρασύμαχον ἐρυθριῶντα», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐρυθριῶ — ἐρυθριάω blush pres imperat mp 2nd sg ἐρυθριάω blush pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐρυθριάω blush pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐρυθριάω blush imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • ανερυθρίαστος — η, ο (Α ἀνερυθρίαστος, ον) [ερυθριώ] αυτός που δεν κοκκινίζει από ντροπή, ξετσίπωτος …   Dictionary of Greek

  • αρτηρίασις — ἀρτηρίασις, η (Μ) η βρογχίτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτηριώ ( άω), που ανήκει στα ρήματα που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ψωρίασις < ψωριώ, ερυθρίασις < ερυθριώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • επερυθριώ — ἐπερυθριῶ, άω (Α) κοκκινίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερυθριώ (< ερυθρός)] …   Dictionary of Greek

  • ερευθιώ — ἐρευθιῶ, άω (Α) [έρευθος] γίνομαι ερυθρός, ερυθριώ, κοκκινίζω …   Dictionary of Greek

  • ερυθρίαση — η (AM ἐρυθρίασις, Α ιων. τ. ἐρυθρίησις) [ερυθριώ] το κοκκίνισμα τού προσώπου (και γενικά τού δέρματος) κυρίως από ντροπή …   Dictionary of Greek

  • ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν …   Dictionary of Greek

  • κατερυθριώ — (Α κατερυθριῶ, άω) γίνομαι κατακόκκινος, κατακοκκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρυθριῶ «κοκκινίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”